- διϊκνούμενος
- проникающее
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διικνούμενος — διικνέομαι go through pres part mp masc nom sg (attic epic doric) διικνέομαι go through pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)